- αμνησικακώ
- (-έω) (Α ἀμνησικακῶ)δεν μνησικακώ, δεν κρατώ κακία απέναντι σ’ αυτούς που μέ έβλαψαν, συγχωρώ και ξεχνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνησίκακος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμνησικάκητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμνησικάκῳ — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησικάκωι — ἀμνησικάκῳ , ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] … Dictionary of Greek
αμνησικάκητος — ον [αμνησικακώ] 1. αυτός που δεν τόν θυμάται κανείς με μίσος και τάση για εκδίκηση 2. κάτι που δεν μπορείς να μνησικακείς γι’ αυτό … Dictionary of Greek